σουρώνω

σουρώνω
1. μετ.
1) цедить, процеживать; фильтровать; 2) мять (одежду и т. п.); делать складки (на ткани и т. п.); 3) пить, выпивать;

τάχει σουρώσει — или τα σούρωσε — он здорово напился;

2. αμετ
1) мяться; морщить, морщиться (об одежде, ткани); 2) перен. худеть, чахнуть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σουρώνω" в других словарях:

  • σουρώνω — σουρώνω, σούρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η …   Dictionary of Greek

  • σουρώνω — σούρωσα, σουρώθηκα, σουρωμένος 1. στραγγίζω: Σούρωσε τα μακαρόνια. 2. σχηματίζω σούρες, σουφρώνω: Σούρωσε το στρίφωμα με καρφίτσες. 3. μεθώ: Πάλι σουρωμένος πήγε κι απόψε σπίτι του. 4. αδυνατίζω: Σούρωσε από τη νηστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σειρώνω — σειρῶ, όω, ΝΑ στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος (βλ. και λ. σουρώνω)] …   Dictionary of Greek

  • διασταλάσσω — και διασταλάττω (Α) στραγγίζω, σουρώνω …   Dictionary of Greek

  • διυλίζω — (AM διυλίζω) 1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω 2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία αρχ. καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες… …   Dictionary of Greek

  • εξηθώ — ἐηθῶ, έω (Α) [ηθώ] διυλίζω, σουρώνω …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

  • ικμάζω — ἰκμάζω (Α) [ικμάς] 1. ικμαίνω* 2. διηθώ, σουρώνω 3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω …   Dictionary of Greek

  • κατικμάζω — (Α) κάνω κάτι να στάζει, αφήνω να πέφτει σε σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμάζω «σουρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παρηθώ — έω, Α στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἠθῶ «διυλίζω, στραγγίζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»